- ίδρωσαν
- ἵδρωσανἵ̱δρωσαν , ἱδρόωsweat: aor ind act 3rd plἵ̱δρωσαν , ἱδρόωsweat: aor ind act 3rd pl (homeric ionic )
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
ἵδρωσαν — ἵ̱δρωσαν , ἱδρόω sweat aor ind act 3rd pl ἵ̱δρωσαν , ἱδρόω sweat aor ind act 3rd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιδρώνω — ίδρωσα, ιδρωμένος 1. χύνω ιδρώτα, γεμίζω ιδρώτα: Το σώμα του σκύλου δεν ιδρώνει, γιατί δεν έχει ιδρωτοποιούς αδένες. – Έφτασε ιδρωμένος. – Ιδρωμένα χέρια. 2. μοχθώ, κουράζομαι: Ίδρωσε να τα βγάλει πέρα. 3. στάζω, βγαίνουν από τους πόρους μου… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)